- περιαυτολόγος
- -α, -οαυτός που μιλά για τον εαυτό του, ο καυχησιάρης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
περιαυτολόγος — ο / περιαυτολόγος, ον, ΝΜ αυτός που μιλά επαινετικά για τον εαυτό του, μεγάλαυχος, καυχηματίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + αὐτός + λόγος*] … Dictionary of Greek
Lucius Orbilius Pupillus — La statue en haut à droite, sur la façade de la cathédrale de Benevento pourrait représenter Orbilius[1]. Lucius Orbilius Pupillus (Benevento, v. 113 Rome, v. 13) est un grammairien e … Wikipédia en Français
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
ιδιολόγος — ο (Α ἰδιολόγος, ον) νεοελλ. αυτός που μιλάει διαρκώς για τον εαυτό του, ο περιαυτολόγος αρχ. 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἰδιολόγος ιδιαίτερος κυβερνητικός υπάλληλος υπό τον έπαρχο τής Αιγύπτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + λόγος (< λόγος), πρβλ. λεπτο… … Dictionary of Greek
Ντόιλ, Άρθουρ Κόναν — (Sir Arthur ConanDoyle, Εδιμβούργο 1859 – Κρόουμπορο, Σάσεξ 1930). Βρετανός συγγραφέας. Μαθητής των ιησουιτών, πήρε δίπλωμα ιατρικής και υπηρέτησε ως γιατρός σε πλοίο, ταξιδεύοντας στην Αρκτική και στις ακτές της Αφρικής. Μετά την επιστροφή του… … Dictionary of Greek